ούφ

ούφ
επιφ. фу (при досаде, отвращении, облегчении)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ούφ" в других словарях:

  • ουφ — επιφών. που εκφράζει στενοχώρια, αηδία, ανακούφιση: Ουφ, έσκασα. – Ουφ, έφυγε επιτέλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουφ — (Μ οὔφ και ὄφ) επιφών. που εκφράζει: δυσφορία ή κατάκριση νεοελλ. εκφράζει: δυσαρέσκεια, ανυπομονησία, αποστροφή, ανακούφιση μσν. εκφράζει: πόνο ή φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τού αναστεναγμού] …   Dictionary of Greek

  • οὑφ' — ἐπί , ἐπί being upon indeclform (prep) ὀπί , ὄψ voice fem dat sg ὀπά̱ , ὀπή opening fem nom/voc/acc dual ὀπά̱ , ὀπή opening fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀπαί , ὀπή opening fem nom/voc pl ὀπέ , ὀπός juice masc voc sg ὑφά̱ , ὑφή web fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουχ — (I) επιφών. ουφ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. ουφ)]. (II) (ΑΜ οὐχ) βλ. ου …   Dictionary of Greek

  • охъ — (53) межд. Ох: о ѡхъ братиѥ и оц҃и мои. ЕвАрх 1092, 175 (зап.); се слышавъ азъ рѣхъ. ѡхъ. ПрЛ 1282, 54б; ѡхъ ѡхъ голова мѧ болить не мочи псати а уже нощь лѧзмъ [так!] спати. Пр 1313, 39 (зап.); ѡхъ лихи черньци си. Там же, 123 ( …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βοι — βοῑ (Α) (επιφώνημα δυσαρέσκειας ή περιφρόνησης) ουφ! …   Dictionary of Greek

  • οφ — ὄφ (Μ) επιφών. βλ. ουφ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»